Μια από τις πλέον αιματηρές αποδράσεις σε ελληνικές φυλακές εξελίχτηκε σαν σήμερα, στις 8 Ιουνίου 1989 στις φυλακές της Νεάπολης. Κατά τη διάρκειά της έπεσαν νεκροί από πυρά κρατουμένων που απέδρασαν δυο αστυνομικοί, οι Σαράντος Σακκάς και Νίκος Κοκολάκης.
Ο Νίκος Κοκολάκης, καταγόταν από τα Πραιτόρια , ήταν παντρεμένος με δύο παιδιά.
Ο Σαράντος Σακκάς, καταγόταν από την Αθήνα και είχε παντρευτεί στο Χαμέζι Σητείας. Ήταν πατέρας ενός παιδιού.
Ήταν τα δυο θύματα της αιματηρής απόδρασης 8 κρατουμένων που είχε γίνει στη Νεάπολη πριν 35 χρόνια.
Από το αρχείο της εφημερίδας «Πατρίς» θυμίζουμε το ιστορικό εκείνης της φοβερής ιστορίας που συγκλόνισε ολόκληρη τη χώρα.
Ήταν παραμονές εκλογών, στις 8 Ιουνίου 1989. Λίγο πριν μπουν οι κρατούμενοι στα κελιά τους, ο Νίκος Βασιλακάκης, που βρισκόταν στις φυλακές για ληστεία στο Βενιζέλειο νοσοκομείο, μπήκε με άνεση στο θυρωρείο και ζήτησε μια ασπιρίνη από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους Μανόλη Τσιχλή και Μανόλη Τσαγκουρνή. Μόλις βγήκε, έσπρωξε δυνατά την πόρτα πίσω, χτυπώντας τους δύο φύλακες και με τη βοήθεια του Κώστα Μπατζακάκη, επίσης κρατούμενου για την ίδια ληστεία, τους έδεσαν, τους φίμωσαν και τους πήραν τα κλειδιά. Άνοιξαν την πόρτα προς τον εξωτερική αυλή, σκαρφάλωσαν στην ταράτσα και επιτέθηκαν στους δύο αστυνομικούς που βρισκόταν στις σκοπιές αιφνιδιάζοντας τους.
Οι δύο αστυνομικοί, Σαράντος Σακκάς 42 και Νίκος Κοκολάκης 35 χρονών, έπεσαν νεκροί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα από τα πυρά των δραπετών οι οποίοι τους απέσπασαν τα όπλα τους. Εκτός από τους προαναφεθέντες επικίνδυνους κακοποιούς, μαζί τους ,ήταν ο Παύλος Κερεμίδης, κρατούμενος για οικονομικά εγκλήματα και ο οποίος θα αποφυλακιζόταν σε λίγους μήνες.
Στη δίκη που έγινε αργότερα, οι Μπατζακάκης και Κερεμίδης, καταδικάστηκαν σε δύο φορές ισόβια για τους φόνους των δύο αστυνομικών ενώ στη διάρκεια της προανάκρισης οι δραπέτες απέδωσαν τους φόνους στο νεκρό Βασιλακάκη.
Οι δραπέτες ήταν συνολικά οκτώ. Εκτός από τους τρεις, απέδρασαν ακόμα ο Χρήστος Ρουμελιανάκης υπόδικος για ναρκωτικά και άλλα αδικήματα, ένας Άγγλος, ένα Ιρανός, ένας Κούρδος και ένας Τανζανός που κρατούνταν για υποθέσεις ναρκωτικών και οι οποίοι επωφελήθηκαν από την στιγμή και ακολούθησαν τους Έλληνες που οργάνωσαν την απόδραση.
Οι Ελληνες , ο Άγγλος και ο Τανζανός, απομακρύνθηκαν από τη φυλακή, με το αυτοκίνητο του υπαλλήλου Μ. Τσαγκουρνή, ένα πράσινο «καντέτ», το οποίο βρέθηκε δύο μέρες μετά ,στην περιοχή του Σκαφιδαρά. Ο Ρουμελιανάκης, που είχε «άκριες» στο Ηράκλειο, διαχωρίστηκε και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση και για ένα μεγάλο διάστημα δεν ήξερε κανείς που βρισκόταν. Μάλιστα σε μια δίκη του, προσκομίστηκε πιστοποιητικό ότι ήταν νεκρός!
Για την σύλληψη των δραπετών, στήθηκε μια πρωτοφανής για τα αστυνομικά χρονικά της Κρήτης επιχείρηση με εκατοντάδες αστυνομικούς να χτενίζουν την περιοχή κυρίως του Ηρακλείου, χωρίς αποτέλεσμα. Ελικόπτερα πετούσαν συνεχώς σε δασικές περιοχές αλλά και περιμετρικά της πόλης του Ηρακλείου, καθώς η Αστυνομία δεχόταν πολλές πληροφορίες για δήθεν «ύποπτους». Σε μια από αυτές τις επιχειρήσεις, οι αστυνομικοί τραυμάτισαν δύο κούρδους λαθρομετανάστες που κρυβόταν στον Ξηροπόταμο και τους πέρασαν για τους καταζητούμενους κακοποιούς. Στο Ηράκλειο, ήρθαν, ο τότε υπηρεσιακός υπουργός Δημόσιας Τάξης και ο αρχηγός της Αστυνομίας ενώ οι δραπέτες επικηρύχθηκαν με το ποσό των 50 εκατομμυρίων δραχμών.
Συμπλοκή
Αρκετές μέρες αργότερα , και όταν ένας Βολιώτης εμπορικός αντιπρόσωπος κατήγγειλε ότι οι πέντε δραπέτες τον είχαν εξαναγκάσει να τους πάρει από τα Λινοπεράματα και να τους μεταφέρει ως τη Σούγια , οι έρευνες στράφηκαν στην περιοχή των Σφακίων και του Σελίνου.
Όπως είπε ο επιχειρηματίας, στο Ροδάκινο, επειδή το αυτοκίνητο δεν τους χωρούσε και ταξίδευαν ο ένας πάνω στον άλλο, σταμάτησαν ένα Γάλλο τουρίστα και κάποιοι μπήκαν στο αυτοκίνητο του. Έτσι με δύο οχήματα έφτασαν ως τη Σούγια, όπου άφησαν ελεύθερους τους δύο οδηγούς, σε ερημική περιοχή, στις 4 τα ξημερώματα.
Οι δραπέτες, οπλισμένοι με τα όπλα των δύο αστυνομικών, συνέχισαν περπατώντας με προορισμό το Ελαφονήσι. Κοντά στο χωριό Κακοδίκι, τους εντόπισε στις 19 Ιουνίου, ένα απόσπασμα αστυνομικών από τα Χανιά, και ακολούθησε συμπλοκή στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο Βασιλακάκης. Δίπλα στο πτώμα του, βρέθηκαν τα άδεια G3 των αστυνομικών. Ο Βασιλακάκης, φορούσε στολή αστυνομικού και όπως γράφηκε τότε, σταμάτησε τα δύο οχήματα που τους μετέφεραν, παριστάνοντας τον αστυνομικό για να κάνει δήθεν έλεγχο.
Οι άλλοι τέσσερις, κατάφεραν να διαφύγουν και δύο μέρες μετά, ένα άλλο απόσπασμα εντόπισε τον Μπατζακάκη και τους δύο ξένους κοντά στο χωριό Σπίνα και τους ζήτησε να παραδοθούν. Οι δραπέτες κάθισαν στο έδαφος και δεν πρόβαλλαν καμιά αντίσταση ενώ λίγες ώρες νωρίτερα, άλλοι αστυνομικοί συνέλαβαν και τον Παύλο Κερεμίδη στα Φλώρια ο οποίος αν και τραυματισμένος από την προηγούμενη συμπλοκή, επιχείρησε και πάλι να διαφύγει από τον αστυνομικό κλοιό.
Ο Κερεμίδης, που ισχυρίστηκε ότι απέδρασε γιατί η διεύθυνση των φυλακών, δεν του είχε δώσει άδεια για να παραστεί στην κηδεία της μητέρα του στη Δράμα, μεταφέρθηκε στις φυλακές Τρικάλων, από όπου απέδρασε στις 31 Ιουλίου 1995 με ακόμα 14 κρατούμενους. Οκτώ μέρες αφότου βγήκε από τη φυλακή, συστήνει συμμορία και αρχίζει τις ένοπλες ληστείες. Συνεργάτες του είναι, κυρίως, αλλοδαποί αλλά και Ελληνες, όπως ο Νίκος Κασαπάκης (από το Ρέθυμνο) που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με αστυνομικούς στο Παλαιό Ψυχικό, όταν βγήκε από το σπίτι του για να πάρει τσιγάρα σε ένα περίπτερο.
Η συμμορία του, από τις 8 Αυγούστου 1995 ως τις 17 Οκτωβρίου 1996, διέπραξε έξι ένοπλες ληστείες σε τράπεζες και μία σε εστιατόριο «Goody’s», στο Περιστέρι. Η τελευταία ληστεία του Π. Κερεμίδη ήταν πέντε ημέρες πριν πέσει νεκρός από τα πυρά των αστυνομικών έξω από το νοσοκομείο «Υγεία», στη Γενική Τράπεζα του Μοσχάτου, από όπου άρπαξε περίπου 6,5 εκατ. δραχμές.
Ο Κώστας Μπατζακάκης, βρισκόταν μέχρι και τα μέσα Δεκεμβρίου του 2005 στις φυλακές Αλικαρνασσού και στη συνέχεια στις φυλακές Κέρκυρας.